- εργοτοξίνη
- ηομάδα από δέκα αλκαλοειδή τής ερυσιβώδους ολύρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… … Dictionary of Greek